- λαπεϋρουζία
- και λαπεϋρουσία, ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lapeyrousia < όν. τού Jean Francois de Galaup de La Perouse, Γάλλου ναυτικού και εξερευνητή].
Dictionary of Greek. 2013.